πλειοδότης

πλειοδότης
ο , πλειοδότις (-ιδος) η предложивший наибольшую цену (при торге, на аукционе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πλειοδότης" в других словарях:

  • πλειοδότης — ο, θηλ. πλειοδότις και πλειοδότρια, Ν αυτός που προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή σε πλειστηριασμό ή σε δημοπρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖον, ουδ. τού πλείων* + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • πλειοδότης — ο αυτός που δίνει ανώτερη προσφορά σε πλειοδοτικό διαγωνισμό: Η δημοπρασία κατακυρώνεται στον τελευταίο πλειοδότη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντωνούμαι — ἀντωνοῡμαι ( έομαι) (Α) [ωνούμαι] 1. αγοράζω κάτι στη θέση αυτού που πούλησα 2. πλειοδοτώ ως αγοραστής 3. (το αρσ. της μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀντωνούμενος αντίπαλος αγοραστής, πλειοδότης …   Dictionary of Greek

  • κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ …   Dictionary of Greek

  • πλειοδοσία — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλειοδοτώ, προσφορά μεγαλύτερης τιμής σε πλειστηριασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • πλειοδοτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοδοσία («πλειοδοτικός διαγωνισμός»). επίρρ... πλειοδοτικώς με πλειοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • πλειοδοτώ — έω, Ν 1. (σε πλειστηριασμό) προσφέρω τη μεγαλύτερη τιμή σε σχέση με όλους τους άλλους 2. μτφ. υποστηρίζω εντονότερα μια υπόθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • υπερθεματιστής — ο / ὑπερθεματιστής, ΝΜ [ὑπερθεματίζω] πλειοδότης …   Dictionary of Greek

  • υπερθεματιστής — ο αυτός που υπερθεματίζει σε πλειστηριασμό, ο πλειοδότης: Η κατακύρωση έγινε στον τελευταίο υπερθεματιστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»